τσίμα

τσίμα
η
(λ. ιταλ.) κυρ. στη φρ., τσίμα τσίμα
1. άκρη άκρη, εντελώς στην άκρη: Πατούσε τσίμα τσίμα στην ταράτσα.
2. μτφ., με πολλή δυσκολία, με τα δόντια, τσίτα τσίτα: Παίρνει μικρό μισθό και τα φέρνουν τσίμα τσίμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσίμα — η, Ν (συν. στην φρ.) «τσίμα τσίμα» i) άκρη άκρη ii) με πολλή δυσκολία, μόλις και μετά βίας («τά φέρνουμε τσίμα τσίμα» ζούμε πολύ στενόχωρα, μόλις και εξοικονομούμε τα αναγκαία) iii) (σχετικά με γεμάτο σκεύος) ώς τα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cima …   Dictionary of Greek

  • άκρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων. * * * και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια) 1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Lake Ioannina — Infobox lake lake name= Pamvotida image lake=lake pamvotis 1.jpg caption lake= The ferry dock in Molos image bathymetry= caption bathymetry= location=Epirus coords=coord|39|40|N|20|53|E|type:waterbody region:GR|display=inline,title type=reservoir …   Wikipedia

  • σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • φοξίνος — ο / φοξῑνος, ΝΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μικρόσωμων ψαριών τού γλυκού νερού που ανήκει στην οικογένεια κυπρινίδες και είναι, σήμερα, γνωστό και με την κοινή ονομασία τσίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοξός «μυτερός, οξύς» +… …   Dictionary of Greek

  • Δολομιτικές Άλπεις — Τμήμα των ανατολικών Άλπεων στη βόρεια Ιταλία, που εκτείνεται μεταξύ των κοιλάδων του ποταμού Ιζάρκο στα ΒΔ, Αδίγη στα Δ, Πιάβε στα Α και από την Τσίμα ντ’ Άστα στα Ν. Η ονομασία του οφείλεται στην παρουσία δολομίτη που, μαζί με τους… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”